πρόβλητος

πρόβλητος
-ον, Α [προβάλλω]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόβλητος — thrown forth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλῆτος — προβλής thrown forward masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλήτους — πρόβλητος thrown forth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόβλητος — η, ο (Μ θεοπρόβλητος, ον) (για ιερωμένους και ηγεμόνες) ο εκλεκτός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, λαο πρόβλητος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπρόβλητος — η, ο αυτός που αναδείχθηκε από τον λαό, ο εκλεκτός τού λαού («λαοπρόβλητος ηγέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πρόβλητος (< προ βάλλω), πρβλ. εθνο πρόβλητος, θεο πρόβλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πατριπροβλήτως — και πατροπροβλήτως Μ (για το Άγιο Πνεύμα) ως εκπορευόμενο από τον Πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + πρόβλητος (< προβάλλω) + επιρρμ. κατάλ. ως. Ο τ. πατριπροβλήτως < πατρί, δοτ. τού πατήρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”